-
1 Τριάδα Αγία
Τριάδα Αγία ηСвятая Троица – Имя Божие, выражающее христианское учение о природе Бога, Единого в трех лицах: Отца, Сына и Святого ДухаЭтим.< дргр. τριάς, -άδος < τρία < инд. tri, сравните с санскр. tri, лат. tria, слав. триΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Τριάδα Αγία
-
2 άγιος
άγιος, -ία, -ο (κ. άγιος, άγια, άγιο)1) святой, священный (о Боге и ангелах):το Άγιο Πνεύμα — Святой Дух,
η Αγία Τριάδα — Святая Троица,
η Αγία Οικογένεια — Святое Семейство;
2) святой, священной (то, что связано с Богом и служением Ему):η Αγία Τράπεζα — Святой Престол,
το Άγιο φως – а) фаворский, нетварный свет; б) благодатный огонь, нисходящий в Иерусалиме в храме Гроба Господня на Великую Субботу
το άγιο μύρο / Ποτήριο — святое миро / Потир;
ΦΡ.οι Άγιοι Τόποι — Святые места в Палестине и Иерусалиме, свидетельствующие о важнейших событиях жизни, страданиях и Воскресении Христаτα άγια χώματα — святая земля (места, в которых жил Иисус Христос), (перен.) священная земля для какой-либо нации, родинаη άγια νύχτα — святая ночь на Рождество Христово, название известной рождественской песни:τα παιδιά τραγουδούν την άγια νύχτα — дети поют «святую ночь»;
3) ο святой (о человеке) – христианин, проживший жизнь во Христе («εν Χριστώ»), личность которого после смерти официально признается Церковью достойной почитания вследствие святой, праведной жизни, которая часто сопровождается чудотворениями (слово пишется с большой буквы, если предстоит имени):ο Άγιος Γεώργιος / Δημήτριος — Святой Георгий / Димитрий;
ΦΡ.κάνω (κάποιον) άγιο — сильно умолять кого-то;4) церковь, которая освящена в честь какого-то святого:η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη — святая София в Константинополе;
район, который называется по имени храма, расположенного в нем:πήρε το λεωφορείο για την αγία Βαρβάρα — он сел на автобус, едущий в «святую Варвару»;
5) местночтимый святой, заступник и покровитель:епископа или митрополита своей епархии:Этим.< дргр. άγιος < инд. yag – «почитать, уважать», сравните с санскр. yaj – ati «почитать». Это слово в древнегреческом обозначало места и предметы, вызывающие уважение и благочестивый страх. В Ветхом Завете это прилагательное использовалось Семьюдесятью переводчиками для описания Бога, ангелов и всего Израильского народа. В Новом Завете «святыми» называются все верующие как очищенные от «скверны языческой». Значение «христианин, прославленный Церковью святым» относится к 10 веку по Р.Х.*
См. также в других словарях:
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
Άγια Τριάδα — Sp Ãgia Triadà Ap Άγια Τριάδα/Agia Triada L Lesbo s., ŠR ir P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
τριάδα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται A των Ψαχνών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (41 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 830 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού… … Dictionary of Greek
τριάδα — I 1. σύνολο τριών προσώπων ή πραγμάτων: Να βαδίζετε σε τριάδες. 2. κύρ. όν., Αγία Τριάδα, η ο Θεός της χριστιανικής θρησκείας με τις τρεις υποστάσεις του, ως Πατέρας, Γιος και Άγιο Πνεύμα. II το παιχνίδι τρίλια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μερεντίτης, Κωνσταντίνος — (Αγία Τριάδα Ευρυτανίας 1906 – 2000). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη κλασική φιλολογία, στη θεολογία, στα παιδαγωγικά και στη γερμανική φιλολογία στα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
τριαδικός — ή, ό / τριαδικός, ή, όν, ΝΜΑ [τριάς, άδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια… … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… … Deutsch Wikipedia
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
List of municipalities and communities in Greece — This is an alphabetical list of municipalities and communities in Greece. For an ordered list of cities with population over 30,000 see List of cities in Greece. A B C D E F G H I K L M N O P R S T V X Y Z See also A Name Greek name Prefecture A … Wikipedia